- εὐσεβέστατος
- εὐσεβήςpiousmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθόσιος — καθόσιος, ον (Α) (μόνο στον υπερθ.) καθοσιώτατος ευσεβέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὅσιος] … Dictionary of Greek
πανευλαβής — ές, ΜΑ εξαιρετικά ευλαβής, ευλαβέστατος, ευσεβέστατος. επίρρ... πανευλαβῶς (ΜΑ) με πολύ ευλαβή τρόπο, ευσεβέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐλαβής] … Dictionary of Greek
πανευσεβής — ές, ΜΑ εξαιρετικά ευσεβής, ευσεβέστατος. επίρρ... πανευσεβῶς Μ με πολύ ευσεβή τρόπο, ευσεβέστατα … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵՊԱՐԻՇՏ — ( ) NBH 1 455 Chronological Sequence: 5c, 6c, 10c, 12c, 14c Տ. ԲԱՐԵՊԱՇՏ ըստ ՟Ա եւ ՟Բ նշ. (հակառակն Ամբարշտի.) εὑσεβής, εὑσεβέστατος pius, piissimus *Ամբարիշտ ցուցաք զսատանայ, իսկ բարեպարիշտ՝ զօրէնսն Աստուծոյ (եւ զօրինապահս). Լմբ. սղ.: *Բարեպարիշտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)